μαλακῶς

μαλακῶς
μαλακός
soft
adverbial
μαλακόω
pres ind act 2nd sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαλακώς — (AM μαλακῶς) επίρρ. βλ. μαλακός …   Dictionary of Greek

  • μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… …   Dictionary of Greek

  • PHRYGIONES — οἱ βελονοποικιλταὶ, acupictores, dicti Veterib. quos hodie Galli Brodeurs vocant, sicut iisdem opus phrygionicum dicitur ovurage en broderie. Hi variis argumentis vestes, pulvinaria, stragula, soliaria et coetera id genus depingebant. Verro apud… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • RHAPTON — Graece Ῥαπτὸν, promontor. Barbariae, a quo urbs totius huius regionis Metropolis Ῥαπτὰ et portus et emporium. Stephanus, Ῥαπταὶ μητρόπολις τῶ εντὸς Αἰθιόπων, οἱ οἰκήτορες Ῥάψιοι ἐςτὶ δὲ καὶ μητρόπολις τῆς Βαρβαρίας τὰ Ῥαπτὰ, Rhaptae metropolis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μαλακευνώ — μαλακευνῶ, έω (Α) κοιμάμαι σε μαλακό κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλάκευνος (πρβλ. μσν. μαλακόευνος) < μαλακῶς + εὐνή «κατάκλιση, κρεβάτι»] …   Dictionary of Greek

  • μαλκίω — (Α) 1. κοκαλώνω από το ψύχος, παγώνω («αἱ κύνες μαλκίουσαι τὰς ῥῑνας οὐ δύνανται αἰσθάνεσθαι», Ξεν.) 2. παραλύω, όπως ο ναρκωμένος από το ψύχος («ταῡτα τοίνυν πάσχοντες ἅπαντες, μέλλομεν καὶ μαλκίομεν καὶ πρὸς τοὺς πλησίον βλέπομεν, ἀπιστοῡντες… …   Dictionary of Greek

  • νοσακερός — νοσακερός, ά, όν (Α) φιλάσθενος. επίρρ... νοσακερῶς (Α) (κατά τον Φώτ.) «μαλακῶς, νοσωδῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. κωμική που έχει σχηματιστεί από το νόσος με την εκφραστική παρέκταση ακ + κατάλ. ερός (πρβλ. διψακ ερός)] …   Dictionary of Greek

  • σύντονος — η, ο / σύντονος, ον, ΝΜΑ [συντείνω] επίμονος, συνεχής (α. «σύντονη καταδίωξη» β. «τοῡ χειμῶνος τοὺς περιπάτους καὶ τὰ λοιπὰ γυμνάσια συντονώτερα δεῑ ποιεῑσθαι», Διοκλ.) νεοελλ. έντονος, εντατικός (α. σύντονη προσοχή» β. «σύντονη προσπάθεια») αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”